Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Μπορεί ένα μεγαλόπνοο έργο να μας σώσει απ’ την κατάθλιψη?

Για άλλη μια φορά ένας Έλληνας ευεργέτης, έρχεται στις τόσο δύσκολες μέρες που ζούμε, σαν από μηχανής Θεός να φωτίσει μια προοπτική της πολιτιστικής μας συνέχειας σα χώρας. Με μια σοφή και ευφάνταστη πρωτοβουλία οι κληρονόμοι του, το Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου, μας προσκάλεσαν κυριολεκτικά «όλους» εμάς τους μελλοντικούς αποδέκτες, για να μας παρουσιάσουν μέσα από μια απλή («καθημερινή» -ο πρόεδρος του Ιδρύματος κ. Δρακόπουλος εμφανίστηκε με κοντομάνικο μπλουζάκι με το λογότυπο της εκδήλωσης, πανομοιότυπο με αυτό που φορούσαν οι εθελοντές που μας κατεύθυναν στο χώρο) τελετή, τα τελικά σχέδια που θα υλοποιήσουν τη μεγάλη διαθήκη: το πολιτιστικό ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου, στο χώρο του παλιού Ιππόδρομου.
Τόσο ο λιτός πρόλογος του κ. Δρακόπουλου, που ανέλυσε τους στόχους αυτής της διαθήκης, όσο και η μεστή παρουσία του αρχιτέκτονα Renzo Piano, μας καθήλωσαν και μας παρέσυραν μακριά από τις ζοφερές σκέψεις για το παρόν και το μέλλον μας, που μας κατέκλυζαν αυτή την αποφράδα μέρα, που έκανε την Αθήνα πεδίο μάχης και καταστροφών κι εμάς παθητικούς θεατές και τελικά θύματα του καταποντισμού της χώρας μας.
Δεν ήταν τυχαία η επιλογή του Piano από το Ίδρυμα, από το στίβο των «μεγάλων» δημιουργών της εποχής μας. Είναι ο αρχιτέκτονας που εξέφρασε μοναδικά την έννοια της «Αγοράς» του Ελληνικού Πολιτισμού σε πολλά έργα του. Από το Beaubourg στο Παρίσι, ως τη Morgan Library της Νέας Υόρκης, ο ελεύθερος χώρος στη σκιά των κτιρίων, η «Piazza» όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος στη γλώσσα του, λειτουργεί ως χώρος διασύνδεσης,  επικοινωνίας και ανταλλαγής ιδεών, άρα και εκπολιτισμού των επισκεπτών, διαδραματίζοντας ακριβώς τον ίδιο το ρόλο της αρχαίας Ελληνικής Αγοράς.






Κατ’ επέκταση, η τεράστια Βιβλιοθήκη που προγραμματίζεται να κατασκευαστεί σε σχέδιά του, «η μεγαλύτερη στον κόσμο με 2000000 βιβλία», θα λειτουργεί σαν ένας «ανοιχτός», φιλόξενος χώρος, βατός για όλους τους επισκέπτες, όχι μόνο για όσους μελετούν, αλλά και για όσους θέλουν απλά να σκεφθούν, να ανταλλάξουν απόψεις, να χαλαρώσουν ή να αγναντέψουν.

Ο Piano, γνήσιος θαυμαστής του Ελληνικού ιδεώδους, συνέλαβε την ιδέα αυτού του πολιτιστικού κέντρου, ως ενός Ναού («Τέμπλου») της Τέχνης, προσπελάσιμου και ορατού από τη γη και τη θάλασσα του Λεκανοπεδίου. Η ευφυής σύλληψη της ήπιας (σχεδόν μη αναγνώσιμης στην κλίμακα του περιπατητή) ράμπας, καταπράσινης με τη χλωρίδα της Μεσογείου, που οδηγεί τελικά στο αέρινο κτίριο με την «αιωρούμενη» στέγαση, φέρνει στη μνήμη όλες εκείνες τις υποσυνείδητες από τα σχολικά μας χρόνια εικόνες των «προσκυνητών» να συρρέουν από τα διάφορα μέρη του κόσμου. Το απρόσμενο «δώρο» για τον περιπατητή, μόλις φθάσει στο κτίριο, θα είναι «να αντικρύσει από ψηλά (32 μ.) την απέραντη θάλασσα, ενώ αν στραφεί πίσω του θα δει να δεσπόζει το βράχο της Ακρόπολης».

Η εμπνευσμένη ταινία προσομοίωσης που το Ίδρυμα επιμελήθηκε, με τη θαυμάσια μουσική επένδυση (που έγινε ακριβώς γι αυτό το σκοπό), πραγματικά μας ταξίδεψε –εικονικούς περιηγητές- και μας έκανε κοινωνούς της κλίμακας και των στόχων του έργου αυτού, τόσο παραστατικά, που πολλοί θα νιώσαμε το θαλασσινό αεράκι που μας χάιδευε πράγματι εκείνο το απόγευμα τα μαλλιά (και στην οθόνη ανάδευε την προτεινόμενη βλάστηση) να είναι γεμάτο από φρέσκιες, οικείες μυρωδιές από θυμάρι και φασκόμηλο. Κι ας είχαμε λίγο πριν αισθανθεί στα μάτια και στη μύτη μας τα δακρυγόνα και τους καπνούς από τις φωτιές στο Σύνταγμα.
Ήταν γεμάτο από μαγεία το δειλινό αυτό και ακριβώς για τη μαγεία της μουσικής μας μιλούσε ο Piano, καθηλώνοντάς μας με την εικονική περιήγηση της «θείας» Όπερας που οραματίσθηκε, με την ελικοειδή διάταξη των κερκίδων (χίλιες οκτακόσιες θέσεις προβλέπονται) να καταλήγει σε μια ολόφωτη οροφή-ουρανό, ενώ ταυτόχρονα «ανέβαινε» σε ένταση η καταπληκτική φωνή της σοπράνο στη σκηνή.
Οι θέσεις του Piano για την αναγκαιότητα του σεβασμού προς το περιβάλλον μας είναι ήδη γνωστές και στο συγκεκριμένο σχέδιο εκφράζονται με μεγάλη έμφαση, τόσο με την πρόβλεψη μιας τεράστιας έκτασης πρασίνου, τμήμα της οποίας θα «ανοίγεται» , με προβλεπόμενες κοινόχρηστες αθλητικές δραστηριότητες, προς τις γειτονικές περιοχές με την πυκνή δόμηση (όπως είναι η Καλλιθέα) και το υπόλοιπο τμήμα να περιβάλλει σαν ένα απέραντο πάρκο την κτιριακή σύνθεση, όσο  και με τη διάνοιξη ενός καναλιού –σωστού «ποταμού» με πλάτος 30 μ. και μήκος 400!-,  για «να επανέλθει το νερό στην πόλη –την Καλλιθέα-, απ’ όπου έρρεε στο παρελθόν». 
Ταυτόχρονα, με το μεγάλο «ιπτάμενο» στέγαστρο, αποτελούμενο από ηλιακούς συλλέκτες, θα αξιοποιείται η μεγάλη διαθέσιμη ηλιοφάνεια της Αθήνας και θα εξασφαλίζεται ενεργειακή αυτονομία στο κτίριο, ισοδύναμη με 1,5 ΜW ηλεκτρικής ενέργειας.
Ο αρχιτέκτονας, με παλλόμενη από τη συγκίνηση φωνή, εξομολογήθηκε ότι αισθάνεται πολύ τυχερός που στην καριέρα του σχεδίασε πολιτιστικά κτίρια στις ιστορικότερες  πόλεις του κόσμου, όπως το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη και πλέον τώρα το έργο αυτό στο λίκνο του Πολιτισμού, την Αθήνα, απέναντι από τον Παρθενώνα και «μπροστά στη θάλασσα που βρέχει και τις ακτές της πατρίδας του». Είναι σ’ αυτές τις στιγμές, που ο κάθε αρχιτέκτονας θα μπήκε «στην ψυχή του Piano», νιώθοντας το ίδιο αίσθημα και με το ίδιο βλέμμα θα ατένισε τον αττικό ουρανό, ίσως μόνο επιπλέον με μια αμυδρή σκιά ζήλειας: «αξίζει να ζήσεις για να αξιωθείς αυτές τις στιγμές στη δουλειά σου»…



Ήταν μια πολύ ωραία εκδήλωση, χωρίς ορατούς τους «επώνυμους» (στα τηλεοπτικά δελτία ανακάλυπτες την παρουσία τους), χωρίς εκφωνήσεις και αντιφωνήσεις. Με τα μπαλόνια αιωρούμενα στον ουρανό να σηματοδοτούν τις 4 γωνιές –κολώνες- της «αγοράς» (στο πραγματικό ύψος των κτιρίων) και την ίδια στιγμή να οριοθετούν το χώρο της αποψινής συγκέντρωσης, μαζί με τις συνεχείς αναφορές του αρχιτέκτονα στα κτίρια που θα γίνουν γύρω απ’ αυτόν το χώρο «δεξιά του και αριστερά του», στάθηκε εφικτό ακόμα και για τον αδαή στα αρχιτεκτονικά, να φαντασθεί και να συσχετίσει την κλίμακα, τη θέση και το συμβολισμό της όλης εγκατάστασης στο χώρο.
Κάτι απ’ αυτά που δεν ειπώθηκαν, ήταν η στιγμή που κάναμε το συνειρμό, βλέποντας απ’ την πλευρά που θα κατασκευασθεί η Βιβλιοθήκη τον όγκο του Ωνασείου (το έργο του άλλου μεγάλου ευεργέτη) κι  απ’ την άλλη φανταζόμενοι τους όγκους από το Πολιτιστικό Κέντρο του Νιάρχου, ότι οι δύο «μεγάλοι» εξακολουθούν να ανταγωνίζονται και από ψηλά, ποιος θα προσφέρει τα περισσότερα γι αυτόν τον πολύπαθο τόπο, που τόσοι άλλοι οδηγούν στην παρακμή!

Φεύγοντας μαγεμένοι, προσπαθήσαμε να απωθήσουμε την απαισιόδοξη σκέψη που γεννήθηκε από τις επικλήσεις του κ. Δρακόπουλου προς το Κράτος, όπου από το 2015 θα παραδοθεί το έργο: «το έργο θα ανήκει σε όλους και ελπίζουμε ότι θα το αγαπήσετε και θα το συντηρήσετε σωστά».












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου